- τελότροχος
- ο, Νβιολ. βλεφαριδοφόρα ζώνη που βρίσκεται γύρω από την έδρα τής τροχοφόρας προνύμφης και χρησιμεύει στη μετακίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telotroch < τέλος + τροχός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.